μιμουμένω

μιμουμένω
μῑμουμένω , μιμέομαι
imitate
pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric)
μῑμουμένω , μιμέομαι
imitate
pres part mp masc/neut gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιμουμένῳ — μῑμουμένῳ , μιμέομαι imitate pres part mp masc/neut dat sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”